αξεσήκωτος

αξεσήκωτος
η , ο
1) неперемещённый; непереселённый; 2) непередвигаемый, громоздкий, неподъёмный; 3) нескопированный; не поддающийся копированию

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αξεσήκωτος" в других словарях:

  • αξεσήκωτος — η, ο 1. αυτός που δεν ξεσηκώθηκε, δεν επαναστάτησε 2. (κυρίως για σχέδιο ή κέντημα) αυτός που δεν τον αντέγραψαν …   Dictionary of Greek

  • αξεσήκωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μετακινήθηκε από τον τόπο του: Στο χωριό πολύ λίγοι έμειναν αξεσήκωτοι· όλοι τράβηξαν για τις πολιτείες. 2. αυτός που δεν αντιγράφηκε: Η ζωγραφιά ήταν αξεσήκωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»